Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
View word page
ὑπέρλοφος
with high crest

ShortDef

with high crest

Debugging

Headword:
ὑπέρλοφος
Headword (normalized):
ὑπέρλοφος
Headword (normalized/stripped):
υπερλοφος
IDX:
91109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91110
Key:

Data

{'content': 'with high crest'}