Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
View word page
ὑπερλίαν
exceedingly, beyond all doubt

ShortDef

exceedingly, beyond all doubt

Debugging

Headword:
ὑπερλίαν
Headword (normalized):
ὑπερλίαν
Headword (normalized/stripped):
υπερλιαν
IDX:
91108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91109
Key:

Data

{'content': 'exceedingly, beyond all doubt'}