Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαχέω
ὑπερμάχησις
View word page
ὑπερλευκαίνομαι
to be exceedingly white

ShortDef

to be exceedingly white

Debugging

Headword:
ὑπερλευκαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερλευκαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλευκαινομαι
IDX:
91106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91107
Key:

Data

{'content': 'to be exceedingly white'}