Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
ὑπερμαίνομαι
View word page
ὑπερλάμπω
shine exceeding brightly

ShortDef

shine exceeding brightly

Debugging

Headword:
ὑπερλάμπω
Headword (normalized):
ὑπερλάμπω
Headword (normalized/stripped):
υπερλαμπω
IDX:
91104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91105
Key:

Data

{'content': 'shine exceeding brightly'}