Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπέρμαζος
View word page
ὑπερλαμπρύνομαι
to make a splendid show: to shew great eagerness
ShortDef
to make a splendid show: to shew great eagerness
Debugging
Headword:
ὑπερλαμπρύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερλαμπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλαμπρυνομαι
IDX:
91103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91104
Key:
Data
{'content': 'to make a splendid show: to shew great eagerness'}