Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
ὑπερλευκαίνομαι
ὑπέρλευκος
ὑπερλίαν
ὑπέρλοφος
ὑπερλύδιος
View word page
ὑπερκύπτω
to stretch and peep over

ShortDef

to stretch and peep over

Debugging

Headword:
ὑπερκύπτω
Headword (normalized):
ὑπερκύπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερκυπτω
IDX:
91100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91101
Key:

Data

{'content': 'to stretch and peep over'}