Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
ὑπέρλεπτος
View word page
ὑπερκτάομαι
to acquire over and above
ShortDef
to acquire over and above
Debugging
Headword:
ὑπερκτάομαι
Headword (normalized):
ὑπερκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκταομαι
IDX:
91095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91096
Key:
Data
{'content': 'to acquire over and above'}