Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλάμπω
View word page
ὑπέρκρισις
extra crisis
ShortDef
extra crisis
Debugging
Headword:
ὑπέρκρισις
Headword (normalized):
ὑπέρκρισις
Headword (normalized/stripped):
υπερκρισις
IDX:
91094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91095
Key:
Data
{'content': 'extra crisis'}