Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
View word page
ὑπερκρίνομαι
to be judged superior

ShortDef

to be judged superior

Debugging

Headword:
ὑπερκρίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερκρίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκρινομαι
IDX:
91093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91094
Key:

Data

{'content': 'to be judged superior'}