Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
ὑπέρλαμπρος
View word page
ὑπερκρεμάννυμι
to hang up over

ShortDef

to hang up over

Debugging

Headword:
ὑπερκρεμάννυμι
Headword (normalized):
ὑπερκρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
υπερκρεμαννυμι
IDX:
91092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91093
Key:

Data

{'content': 'to hang up over'}