Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπερλαλέω
View word page
ὑπερκρατέω
overpower

ShortDef

overpower

Debugging

Headword:
ὑπερκρατέω
Headword (normalized):
ὑπερκρατέω
Headword (normalized/stripped):
υπερκρατεω
IDX:
91091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91092
Key:

Data

{'content': 'overpower'}