Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
View word page
ὑπερκράζω
outshout
ShortDef
outshout
Debugging
Headword:
ὑπερκράζω
Headword (normalized):
ὑπερκράζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκραζω
IDX:
91090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91091
Key:
Data
{'content': 'outshout'}