Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυάνεος
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκύδαντας
ὑπερκύδας
View word page
ὑπέρκοτος
exceeding angry, cruel

ShortDef

exceeding angry, cruel

Debugging

Headword:
ὑπέρκοτος
Headword (normalized):
ὑπέρκοτος
Headword (normalized/stripped):
υπερκοτος
IDX:
91089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91090
Key:

Data

{'content': 'exceeding angry, cruel'}