Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
ὑπερκτάομαι
View word page
ὑπερκορέννυμι
to over-fill
ShortDef
to over-fill
Debugging
Headword:
ὑπερκορέννυμι
Headword (normalized):
ὑπερκορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
υπερκορεννυμι
IDX:
91085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91086
Key:
Data
{'content': 'to over-fill'}