Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
ὑπέρκρισις
View word page
ὑπερκοπόω
to be overtired, worn out

ShortDef

to be overtired, worn out

Debugging

Headword:
ὑπερκοπόω
Headword (normalized):
ὑπερκοπόω
Headword (normalized/stripped):
υπερκοποω
IDX:
91084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91085
Key:

Data

{'content': 'to be overtired, worn out'}