Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρίνομαι
View word page
ὑπέρκοπος
overstepping all bounds, extravagant, arrogant

ShortDef

overstepping all bounds, extravagant, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπέρκοπος
Headword (normalized):
ὑπέρκοπος
Headword (normalized/stripped):
υπερκοπος
IDX:
91083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91084
Key:

Data

{'content': 'overstepping all bounds, extravagant, arrogant'}