Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
ὑπερκρεμάννυμι
View word page
ὑπέρκομπος
overweening, arrogant

ShortDef

overweening, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπέρκομπος
Headword (normalized):
ὑπέρκομπος
Headword (normalized/stripped):
υπερκομπος
IDX:
91082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91083
Key:

Data

{'content': 'overweening, arrogant'}