Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
ὑπερκρατέω
View word page
ὑπερκομίζω
to carry over
ShortDef
to carry over
Debugging
Headword:
ὑπερκομίζω
Headword (normalized):
ὑπερκομίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκομιζω
IDX:
91081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91082
Key:
Data
{'content': 'to carry over'}