Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
ὑπέρκοτος
ὑπερκράζω
View word page
ὑπερκολακεύω
to flatter immoderately

ShortDef

to flatter immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized):
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερκολακευω
IDX:
91080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91081
Key:

Data

{'content': 'to flatter immoderately'}