Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
ὑπερκορύφωσις
ὑπερκόσμιος
View word page
ὑπερκλύζω
to overflow
ShortDef
to overflow
Debugging
Headword:
ὑπερκλύζω
Headword (normalized):
ὑπερκλύζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκλυζω
IDX:
91078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91079
Key:
Data
{'content': 'to overflow'}