Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορής
View word page
ὑπερκέφαλα
over the head

ShortDef

over the head

Debugging

Headword:
ὑπερκέφαλα
Headword (normalized):
ὑπερκέφαλα
Headword (normalized/stripped):
υπερκεφαλα
IDX:
91076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91077
Key:

Data

{'content': 'over the head'}