Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
ὑπερκορέννυμι
View word page
ὑπέρκερως
with immense horns

ShortDef

with immense horns

Debugging

Headword:
ὑπέρκερως
Headword (normalized):
ὑπέρκερως
Headword (normalized/stripped):
υπερκερως
IDX:
91075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91076
Key:

Data

{'content': 'with immense horns'}