Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκοπόω
View word page
ὑπερκεράω
outflank

ShortDef

outflank

Debugging

Headword:
ὑπερκεράω
Headword (normalized):
ὑπερκεράω
Headword (normalized/stripped):
υπερκεραω
IDX:
91074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91075
Key:

Data

{'content': 'outflank'}