Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
View word page
ὑπερκέρασις
an outflanking on one wing
ShortDef
an outflanking on one wing
Debugging
Headword:
ὑπερκέρασις
Headword (normalized):
ὑπερκέρασις
Headword (normalized/stripped):
υπερκερασις
IDX:
91073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91074
Key:
Data
{'content': 'an outflanking on one wing'}