Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
View word page
ὑπερκένωσις
excessive evacuation

ShortDef

excessive evacuation

Debugging

Headword:
ὑπερκένωσις
Headword (normalized):
ὑπερκένωσις
Headword (normalized/stripped):
υπερκενωσις
IDX:
91072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91073
Key:

Data

{'content': 'excessive evacuation'}