Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
View word page
ὑπερκενόω
purge completely
ShortDef
purge completely
Debugging
Headword:
ὑπερκενόω
Headword (normalized):
ὑπερκενόω
Headword (normalized/stripped):
υπερκενοω
IDX:
91071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91072
Key:
Data
{'content': 'purge completely'}