Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
ὑπέρκλυσις
ὑπερκολακεύω
View word page
ὑπέρκειμαι
to lie
ShortDef
to lie
Debugging
Headword:
ὑπέρκειμαι
Headword (normalized):
ὑπέρκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκειμαι
IDX:
91070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91071
Key:
Data
{'content': 'to lie'}