Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
ὑπερκλύζω
View word page
ὑπέρκαυσις
extreme virulence

ShortDef

extreme virulence

Debugging

Headword:
ὑπέρκαυσις
Headword (normalized):
ὑπέρκαυσις
Headword (normalized/stripped):
υπερκαυσις
IDX:
91068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91069
Key:

Data

{'content': 'extreme virulence'}