Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
ὑπερκηλέω
View word page
ὑπερκατηφής
very distressing

ShortDef

very distressing

Debugging

Headword:
ὑπερκατηφής
Headword (normalized):
ὑπερκατηφής
Headword (normalized/stripped):
υπερκατηφης
IDX:
91067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91068
Key:

Data

{'content': 'very distressing'}