Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπέρκερως
ὑπερκέφαλα
View word page
ὑπερκατεργάζομαι
over-digested

ShortDef

over-digested

Debugging

Headword:
ὑπερκατεργάζομαι
Headword (normalized):
ὑπερκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκατεργαζομαι
IDX:
91066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91067
Key:

Data

{'content': 'over-digested'}