Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκένωσις
ὑπερκέρασις
View word page
ὑπερκαταγέλαστος
exceedingly absurd

ShortDef

exceedingly absurd

Debugging

Headword:
ὑπερκαταγέλαστος
Headword (normalized):
ὑπερκαταγέλαστος
Headword (normalized/stripped):
υπερκαταγελαστος
IDX:
91063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91064
Key:

Data

{'content': 'exceedingly absurd'}