Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
ὑπερκαχλάζω
View word page
ὑπερκάμνω
to suffer

ShortDef

to suffer

Debugging

Headword:
ὑπερκάμνω
Headword (normalized):
ὑπερκάμνω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαμνω
IDX:
91059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91060
Key:

Data

{'content': 'to suffer'}