Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
ὑπέρκαυσις
View word page
ὑπέρκαλος
exceeding beautiful

ShortDef

exceeding beautiful

Debugging

Headword:
ὑπέρκαλος
Headword (normalized):
ὑπέρκαλος
Headword (normalized/stripped):
υπερκαλος
IDX:
91058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91059
Key:

Data

{'content': 'exceeding beautiful'}