Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατάληκτος
ὑπερκατεργάζομαι
ὑπερκατηφής
View word page
ὑπερκακέω
to be quite luckless

ShortDef

to be quite luckless

Debugging

Headword:
ὑπερκακέω
Headword (normalized):
ὑπερκακέω
Headword (normalized/stripped):
υπερκακεω
IDX:
91057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91058
Key:

Data

{'content': 'to be quite luckless'}