Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
ὑπερκαταγέλαστος
View word page
ὑπερκαθίζω
sit upon
ShortDef
sit upon
Debugging
Headword:
ὑπερκαθίζω
Headword (normalized):
ὑπερκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαθιζω
IDX:
91053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91054
Key:
Data
{'content': 'sit upon'}