Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαρπέω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταβακχεύω
View word page
ὑπερκάθημαι
to sit over
ShortDef
to sit over
Debugging
Headword:
ὑπερκάθημαι
Headword (normalized):
ὑπερκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκαθημαι
IDX:
91052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91053
Key:
Data
{'content': 'to sit over'}