Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
ὑπέρκαλος
View word page
ὑπερκαθαίρομαι
to be purged excessively

ShortDef

to be purged excessively

Debugging

Headword:
ὑπερκαθαίρομαι
Headword (normalized):
ὑπερκαθαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκαθαιρομαι
IDX:
91048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91049
Key:

Data

{'content': 'to be purged excessively'}