Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
ὑπερκαίω
ὑπερκακέω
View word page
ὑπερκαγχάζω
laugh to excess

ShortDef

laugh to excess

Debugging

Headword:
ὑπερκαγχάζω
Headword (normalized):
ὑπερκαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαγχαζω
IDX:
91047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91048
Key:

Data

{'content': 'laugh to excess'}