Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
ὑπερκαθίστημι
ὑπέρκαιρος
View word page
ὑπερίσχω
to be above, to prevail over
ShortDef
to be above, to prevail over
Debugging
Headword:
ὑπερίσχω
Headword (normalized):
ὑπερίσχω
Headword (normalized/stripped):
υπερισχω
IDX:
91045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91046
Key:
Data
{'content': 'to be above, to prevail over'}