Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
ὑπερκάθημαι
ὑπερκαθίζω
View word page
ὑπερίσχυρος
exceeding strong

ShortDef

exceeding strong

Debugging

Headword:
ὑπερίσχυρος
Headword (normalized):
ὑπερίσχυρος
Headword (normalized/stripped):
υπερισχυρος
IDX:
91043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91044
Key:

Data

{'content': 'exceeding strong'}