Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
ὑπερκαθέζομαι
ὑπερκαθεύδω
View word page
ὑπερίστωρ
knowing too well

ShortDef

knowing too well

Debugging

Headword:
ὑπερίστωρ
Headword (normalized):
ὑπερίστωρ
Headword (normalized/stripped):
υπεριστωρ
IDX:
91041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91042
Key:

Data

{'content': 'knowing too well'}