Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
ὑπερκάθαρσις
View word page
ὑπερίσταμαι
to stand over
ShortDef
to stand over
Debugging
Headword:
ὑπερίσταμαι
Headword (normalized):
ὑπερίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερισταμαι
IDX:
91039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91040
Key:
Data
{'content': 'to stand over'}