Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκαγχάζω
ὑπερκαθαίρομαι
View word page
ὑπερισθμίζω
transport over an isthmus

ShortDef

transport over an isthmus

Debugging

Headword:
ὑπερισθμίζω
Headword (normalized):
ὑπερισθμίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερισθμιζω
IDX:
91038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91039
Key:

Data

{'content': 'transport over an isthmus'}