Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερθύω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
ὑπερίστωρ
ὑπέρισχνος
ὑπερίσχυρος
ὑπερισχύω
ὑπερίσχω
View word page
ὑπέρινος
purged violently
ShortDef
purged violently
Debugging
Headword:
ὑπέρινος
Headword (normalized):
ὑπέρινος
Headword (normalized/stripped):
υπερινος
IDX:
91035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91036
Key:
Data
{'content': 'purged violently'}