Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστιον
View word page
ὑπερίημι
to outdo

ShortDef

to outdo

Debugging

Headword:
ὑπερίημι
Headword (normalized):
ὑπερίημι
Headword (normalized/stripped):
υπεριημι
IDX:
91030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91031
Key:

Data

{'content': 'to outdo'}