Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
ὑπερισθμίζω
View word page
ὑπεριδρύω
to be established above, superior to

ShortDef

to be established above, superior to

Debugging

Headword:
ὑπεριδρύω
Headword (normalized):
ὑπεριδρύω
Headword (normalized/stripped):
υπεριδρυω
IDX:
91028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91029
Key:

Data

{'content': 'to be established above, superior to'}