Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
Ὑπεριονίδας
Ὑπεριονίδης
View word page
ὑπεριάχω
to shout above, out-shout
ShortDef
to shout above, out-shout
Debugging
Headword:
ὑπεριάχω
Headword (normalized):
ὑπεριάχω
Headword (normalized/stripped):
υπεριαχω
IDX:
91027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91028
Key:
Data
{'content': 'to shout above, out-shout'}