Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερθερμαίνω
ὑπερθερμασία
ὑπέρθερμος
ὑπέρθεσις
ὑπέρθεσμος
ὑπερθετέον
ὑπερθετικός
ὑπέρθετος
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
View word page
ὑπερθρασύνομαι
act with great audacity

ShortDef

act with great audacity

Debugging

Headword:
ὑπερθρασύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερθρασύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερθρασυνομαι
IDX:
91018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91019
Key:

Data

{'content': 'act with great audacity'}