Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρθεμα
ὑπερθεματιστής
ὑπερθεμιστοκλῆς
ὕπερθεν
ὑπέρθεος
ὑπερθεραπεύω
ὑπερθερμαίνω
ὑπερθερμασία
ὑπέρθερμος
ὑπέρθεσις
ὑπέρθεσμος
ὑπερθετέον
ὑπερθετικός
ὑπέρθετος
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπέρθυμος
View word page
ὑπέρθεσμος
decreed as additional

ShortDef

decreed as additional

Debugging

Headword:
ὑπέρθεσμος
Headword (normalized):
ὑπέρθεσμος
Headword (normalized/stripped):
υπερθεσμος
IDX:
91012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91013
Key:

Data

{'content': 'decreed as additional'}