Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερθαύμαστος
ὕπερθε
ὑπέρθειος
ὑπέρθεμα
ὑπερθεματιστής
ὑπερθεμιστοκλῆς
ὕπερθεν
ὑπέρθεος
ὑπερθεραπεύω
ὑπερθερμαίνω
ὑπερθερμασία
ὑπέρθερμος
ὑπέρθεσις
ὑπέρθεσμος
ὑπερθετέον
ὑπερθετικός
ὑπέρθετος
ὑπερθέω
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
View word page
ὑπερθερμασία
immoderate warming, heating

ShortDef

immoderate warming, heating

Debugging

Headword:
ὑπερθερμασία
Headword (normalized):
ὑπερθερμασία
Headword (normalized/stripped):
υπερθερμασια
IDX:
91009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91010
Key:

Data

{'content': 'immoderate warming, heating'}